συνόδευσις
English (LSJ)
-εως, ἡ, travelling in company, Eust.1789.35.
Greek (Liddell-Scott)
συνόδευσις: ἡ, τὸ συνοδεύειν, συνοδοιπορεῖν, συνταξιδεύειν Εὐστ. 1789. 35.
-εως, ἡ, travelling in company, Eust.1789.35.
συνόδευσις: ἡ, τὸ συνοδεύειν, συνοδοιπορεῖν, συνταξιδεύειν Εὐστ. 1789. 35.