συρίσκος

English (LSJ)

ὁ, v. ὑριχός.

Greek (Liddell-Scott)

συρίσκος: σύρισσος, ἴδε ὑρισός.

Greek Monolingual

και ὑρίσκος, ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀγγεῖόν τι πλεκτόν, εἰς ὅ σῡκα ἐμβάλλουσι
τινὲς δὲ ὑρίσκον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σύριχος.

German (Pape)

ὁ, = ὑρρίσκος, Vetera Lexica.