ὁ, v. ὑριχός.
συρίσκος: σύρισσος, ἴδε ὑρισός.
και ὑρίσκος, ὁ, Α(κατά τον Ησύχ.) «ἀγγεῖόν τι πλεκτόν, εἰς ὅ σῡκα ἐμβάλλουσιτινὲς δὲ ὑρίσκον».[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σύριχος.
ὁ, = ὑρρίσκος, Vetera Lexica.