συριστική

English (LSJ)

(sc. τέχνη), ἡ, the art of piping, Sch.D.T.p.111 H.

Greek (Liddell-Scott)

σῡριστική: (ἐξυπακ. τέχνη), ἡ, ἡ τέχνη τοῦ συρίζειν, παίζειν τὴν σύριγγα, Α. Β. 653.

Greek Monolingual

ἡ, Α συρίζω (Ι)]
(ενν. τέχνη) η τέχνη του να παίζει κανείς τη σύριγγα.