συστεγνόω

English (LSJ)

solder together, Hero Spir.1.37, al.

German (Pape)

[Seite 1044] zusammenlöten, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συστεγνόω: συγκολλῶ ὁμοῦ, Ἥρων ἐν Math. Vett. σ. 156.

Greek Monolingual

συστεγνόω, Α
στεγνῶ / στεγνώνω
συγκολλώ.