συστηρίζω

English (LSJ)

establish together, Ph.1.644, Ptol.Alm.3.1 (Pass.).

Greek (Liddell-Scott)

συστηρίζω: ὁμοῦ στηρίζω, Πτολεμ. Μαθημ. τ. 1, σ. 155, 9.

Greek Monolingual

Α στηρίζω
στηρίζω από κοινού.