συστρόφως

English (LSJ)

Adv. briefly, prob. in Men.Kith.92.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. συντόμως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συστροφή «συντομία, βραχυλογία», μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. σύστροφος].