συσφιγκτήρ
English (LSJ)
συσφιγκτῆρος, ὁ, = σφιγκτήρ III, Sm.Ps.44(45).14.
German (Pape)
[Seite 1046] ῆρος, ὁ, ein enges, den Leib zusammenschnürendes Kleid, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
συσφιγκτήρ: ῆρος, ὁ, σφιγκτὴρ ΙΙΙ, Ἰω. Χρυσ. τόμ. 1, σ. 646, 17.