σφαδαστικῶς

English (LSJ)

Adv. convulsively, Eust.1693.5.

Greek (Liddell-Scott)

σφᾰδαστικῶς: Ἐπίρρ., μετὰ σπασμῶν, σπασμωδῶς, Εὐστάθ. 1693. 5.