σφηνόλιθος

Greek Monolingual

ο, Ν
λίθος με σχήμα σφήνας που χρησιμοποιείται για την κατασκευή θόλων ή τόξων σε οικοδομήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spenolith (< σφήν, -ηνός + λίθος)].