σφυρωτός
German (Pape)
[Seite 1053] gehämmert, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σφῡρωτός: -ή, -όν, (σφυρόω) ἐσφυρηλατημένος, Γλωσσ.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α σφυρῶ
σφυρηλατημένος, σφυροκοπημένος.
[Seite 1053] gehämmert, Sp.
σφῡρωτός: -ή, -όν, (σφυρόω) ἐσφυρηλατημένος, Γλωσσ.
-ή, -όν, Α σφυρῶ
σφυρηλατημένος, σφυροκοπημένος.