σχέμα

Greek (Liddell-Scott)

σχέμα: Αἰολ. σχῆμα, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. (αιολ. τ.) βλ. σχήμα
2. (κατά τον Θεόγνωστ.) όχημα.