σχοινιοπλόκος

English (LSJ)

ὁ, rope-maker, PGoodsp.Cair.30ii 1, al. (ii A.D.), POxy.934.4 (iii A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 1056] = σχοινιοστρόφος, Sp.

Greek Monolingual

ὁ, Α
Βλ. σχοινοπλόκος.