σωματεῖον

English (LSJ)

τό, corporate body, Cod.Just.6.48.1.10, al.

German (Pape)

[Seite 1059] τό, Poll. 4, 115 f. L. für σωμά τιον.

Greek (Liddell-Scott)

σωματεῖον: τό, ἴδε σωμάτιον.