-έω, Μτρέφω το σώμα, παχαίνω, αδιαφορώντας για την ψυχή.[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -τροφῶ (< -τρόφος < τρέφω), πρβλ. θηριοτροφῶ].