σύγκυρσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, = συγκύρησις, dub. in Phld.Po.Herc.994.24.

German (Pape)

[Seite 971] ἡ, = συγκύρησις, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σύγκυρσις: ἡ, = συγκύρησις, Συνέσ. 134Β.

Greek Monolingual

-ύρσεως, ἡ, Α
(πιθ. τ.) βλ. συγκύρησις.