σύλλαβος

German (Pape)

[Seite 975] ὁ, = σίττυβος, σίλλυβος, Büchertitel, Cic. Att. 4, 4, zw.

Greek Monolingual

ο, ΝΜ
νεοελλ.
(στη Δυτική Εκκλησία) κατάλογος που περιέχει τις διάφορες αιρέσεις
μσν.
πίνακας ονομάτων, ευρετήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. syllabus, -i «κατάλογος»].