σύρξ
English (LSJ)
v. σάρξ.
German (Pape)
[Seite 1041] ἡ, äol. statt σάρξ, Fleisch, E. M.
Greek (Liddell-Scott)
σύρξ: ἡ, Αἰολ. ἀντὶ σάρξ.
Greek Monolingual
σύρκος, ἡ, Α
(αιολ. τ.) βλ. σάρκα.
v. σάρξ.
[Seite 1041] ἡ, äol. statt σάρξ, Fleisch, E. M.
σύρξ: ἡ, Αἰολ. ἀντὶ σάρξ.
σύρκος, ἡ, Α
(αιολ. τ.) βλ. σάρκα.