Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
σύσπαστο
Greek Monolingual
το, Ν τεχνολ. απλή μορφή πολυσπάστου που αποτελείται από μια ακίνητη και μια κινητή τροχαλία και χρησιμοποιείται για την ανύψωση αντικειμένων, κν. παλάγκο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του ρηματ. επιθ. συσπαστός / σύσπαστος.