σῖγος

English (LSJ)

εος, τό, = σιγή, An.Ox.2.319.

Greek (Liddell-Scott)

σῖγος: -εος, τό, = σιγή, Ἀνεκδ. Ὀξων. 2. 319.

Greek Monolingual

-ίγεος και -ίγους, τὸ, Α
σιγή, σιωπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του σιγή κατά τα ουδ. σε -ος (πρβλ. νίκη: νῖκος)].