σῖτον

English (LSJ)

v. σῖτος.

French (Bailly abrégé)

seul. pl. σῖτα;
v. σῖτος.

Greek Monolingual

τὸ, Α
ο σίτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του σῖτος κατά τα ουδ.].