σῶσις

Greek (Liddell-Scott)

σῶσις: -εως, ἡ, διάσωσις, τοῦ τεκνοτρώκτου Κρόνου καὶ τοῦ Διὸς ὑπὸ τῆς Ρέας σώσεως Κραμήρου Παρισιν. Ἀνέκδ. τ. 1. σ. 103.