τέρασμα

English (LSJ)

-ατος, τό, marvel, prodigy, Plu.2.1123b.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
c. τέρας.

Russian (Dvoretsky)

τέρασμα: ατος τό Plut. = τέρας 1.

Greek (Liddell-Scott)

τέρασμα: τό, τεράτευμα, τοῖς Ἐμπεδοκλέους ἐοικότα τεράσμασι Πλούτ. 2. 1123Β, ἀμφίβολ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
θεϊκό σημάδι, τέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, κατά τα ουδ. σε -(α)σμα].