ταΐζω

Greek Monolingual

Ν
1. δίνω τροφή, σιτίζω, ιδίως ζώα
2. (σχετικά με βρέφος, γέροντα ή ασθενή) βοηθώ κάποιον να φάει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταγίζω με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -γ- (πρβλ. φαΐ: φαγί)].