τανυσίδρομος

English (LSJ)

τανυσίδρομον, running swiftly, Sapph.71 (dub. cj. for ἀνυοδρόμον).

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. τανύδρομος.

Russian (Dvoretsky)

τᾰνῠσίδρομος: Sappho = τανύδρομος.