ὁ, = τάρπη.
[Seite 1071] ὁ, Flechtwerk, bes. ein großer, geflochtener Korb, VLL., auch ταρπάνη. Vgl. ταργάνη u. ταῤῥός.
και πιθ. δ. γρφτερπός, ὁ, Ατάρπη.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τάρπη.