ταυληρόντα

English (LSJ)

ἱμάντα, Ἡρακλέων, Hsch. (perhaps cf. εὔληρα).

Greek Monolingual

και ταυληρόνια, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἱμάντα, Ἡρακλέων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχετίζεται πιθ. με τον τ. εὔληρα / αὔληρα.