Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ταυτοκλινής
Greek Monolingual
-ές, Α αυτός που έχει το ίδιο κλίμα με άλλον, δηλαδή αυτός που βρίσκεται στο ίδιο γεωγραφικό πλάτος («μόλις γὰρ ἄν ταὐτοκλινεῖς εἶεν τοῖς κατ' Ἀμισόν», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ.<ταὐτ(ο)- / ταυτ(ο)- + -κλινής (<κλίνω, πρβλ. και κλίμα)].