ταφροποιέω

English (LSJ)

make a trench for besieging, D.S.23.7.

Greek (Liddell-Scott)

ταφροποιέω: ἀνοίγω τάφον πρὸς ἀποκλεισμὸν καὶ πολιορκίαν, Διοδ. Ἐκλογ. 502. 68.

Russian (Dvoretsky)

ταφροποιέω: проводить рвы, рыть окопы Diod.