ταχυμάθεια

Greek Monolingual

η, Ν
το να μαθαίνει κανείς γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυμαθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Νικόλ. Σαρίπολο].