ταὐτολόγημα
English (LSJ)
-ατος, τό, tautology, Eust.948.56.
Greek (Liddell-Scott)
ταὐτολόγημα: τό, ταυτολογία, Εὐστ. εἰς Ἰλ. σ. 948, 58.
Greek Monolingual
-ήματος, τὸ, Μ
ταὐτολογῶ
ταυτολογία.
-ατος, τό, tautology, Eust.948.56.
ταὐτολόγημα: τό, ταυτολογία, Εὐστ. εἰς Ἰλ. σ. 948, 58.
-ήματος, τὸ, Μ
ταὐτολογῶ
ταυτολογία.