τεΐ

English (LSJ)

or τεί, Dor. acc. sg. of σύ, Alcm.53.

Greek (Liddell-Scott)

τεΐ: ἢ τεί, Δωρ. αἰτ. ἑνικ. τοῦ σύ, Ἀλκμὰν παρ’ Ἀπολλωνίῳ Δυσκ. 366C.

Greek Monolingual

και τεί Α
(δωρ. τ. αιτ. εν. της προσ. αντων. β' προσ. σύ) βλ. εσύ.