τεθαλώς

English (LSJ)

v. θάλλω.

Greek Monotonic

τεθᾱλώς: τεθᾱλυῖα, μτχ. παρακ. του θάλλω.

Russian (Dvoretsky)

τεθᾱλώς: дор. part. pf. к θάλλω.