v. θνῄσκω.
part. pf. de θνῄσκω.
see θνήσκω.
-ῶσα, -ός, Αβλ. θνήσκω.
τεθνεώς: ῶσα, ός part. pf. к θνῄσκω.
(see also: θνῄσκω) deceased