τελειοποιός

German (Pape)

[Seite 1084] vollkommen machend, Sp.

Greek Monolingual

-όν, ΜΑ, και τελοποιός, -όν, Α
αυτός που κάνει τέλειο κάτι, που τελειοποιεί κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος + -ποιός].