ο, Ν τελειώνω1. αποπεράτωση2. τέλος, τέρμα, λήξη3. φρ. «δεν έχει τελειωμό» — λέγεται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η ποσότητα, η έκταση ή η χρονική διάρκεια είναι πολύ μεγάλη.