τελειωμός

Greek Monolingual

ο, Ν τελειώνω
1. αποπεράτωση
2. τέλος, τέρμα, λήξη
3. φρ. «δεν έχει τελειωμό» — λέγεται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η ποσότητα, η έκταση ή η χρονική διάρκεια είναι πολύ μεγάλη.