τελματώνω

Greek Monolingual

τελματῶ, -όω, ΝΜΑ τέλμα, -ατος]
μεταβάλλω σε τέλμα
νεοελλ.
μέσ. τελματώνομαι
μτφ. μένω στάσιμος, αποτελματώνομαι.