τεμενωρός

English (LSJ)

v. τεμενουρός.

German (Pape)

[Seite 1090] ὁ, der Hüter eines heiligen Raumes, Tempels od. Hains, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

τεμενωρός: ὁ, (οὖρος) τεμένους φύλαξ, «τεμενωρόν· τεμένους φύλακα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
βλ. τεμενουρός.