τεοῦς
English (LSJ)
Dor. and Boeot. gen. of σύ, Sophr.59, Corinn.11.
German (Pape)
[Seite 1092] dor. u. äol. = Vorigem; Buttmann will τέους accentuiren.
Greek (Liddell-Scott)
τεοῦς: Δωρ. καὶ Αἰολ. γεν. τοῦ σύ, Κόριννα 11.
Greek Monolingual
Α
(δωρ., βοιωτ. και αιολ. τ. γεν. εν. της προσ. αντων. β' προσ. σύ) βλ. εσύ.