τερατικῶς

English (LSJ)

Adv. wonderfully, τ. εὖ Epicur.Fr.161.

French (Bailly abrégé)

adv.
d'une manière prodigieuse ou monstrueuse.
Étymologie: τέρας.

Russian (Dvoretsky)

τερᾰτικῶς: чудовищным образом Plut.

Greek (Liddell-Scott)

τερᾰτικῶς: Ἐπίρρ. τερατωδῶς ἢ θαυμασίως, τερατικῶς αὐτὸν εὖ ἀπαγγέλλειν Ἐπικουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 1124C.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με τερατώδη, με θαυμαστό τρόπο («τερατικῶς αὐτὸν εὖ ἀπαγγέλλειν», Επίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. μέσω αμάρτυρου επιθ. τερατικός < τέρας, -ατος].