τερατολογίας

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά το λεξ. Σούδα) «τερατολογίαι οἱ θαυμαστά και παράδοξα μυθεύοντες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τερατολόγος + επίθημα -ίας].