Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
τερατοπαγής
Greek Monolingual
-ές, Ν ιατρ. διπλό τέρας του οποίου τα δύο άτομα συμφύονται σε ένα ή περισσότερα σημεία του σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. teratopage<τέρας, -ατος+ -παγής<πήγνυμι)].