τερατοποιός

English (LSJ)

τερατοποιόν, working wonders, LXX 2 Ma.15.21, Procl.Par.Ptol.225.

German (Pape)

[Seite 1093] Wunder thuend, der Gaukler, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τερατοποιός: -όν, ὁ τέρατα ποιῶν, ὁ ποιῶν θαυμάσια πράγματα, Ἑβδ. (Β΄, Μακκ. ΙΕ΄, 21), Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. 225, 25.

Greek Monolingual

-όν, Α
αυτός που κάνει θαυμαστά ή παράξενα πράγματα, θαυματοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, -ατος + -ποιός].