τεταμένως

English (LSJ)

Adv., (τείνω) energetically, Sch.S.OC499, Eust. ad D.P.14.

Greek (Liddell-Scott)

τετᾰμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., μετ’ ἐντάσεως, τεταμένως καὶ συντόνως δρῶσαν καὶ διακονοῦσαν Σχόλ. εἰς Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 499, Εὐστ. εἰς Διον. Περιηγ. σ. 6.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. βλ. τεταμένος.