τετραένης

English (LSJ)

τετραένες, of four years, four years old, Theoc.7.147: also τετράενος, ον, Call.Fr.13a.

German (Pape)

[Seite 1097] ες, = Folgdm, Theocr. 7, 147.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
de quatre ans.
Étymologie: τέσσαρες, ἕνος.

Russian (Dvoretsky)

τετρᾰένης: ἔνος четырехлетний (ἄλειφαρ Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

τετραένης: -ες, ὁ ἔχων ἡλικίαν τεσσάρων ἐτῶν, Λατ. quadrimus, Θεόκρ. 7. 147· - οὕτω, τετράενος, ον, Καλλ. Ἀποσπάσπ. 154. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σελ. 67.

Greek Monolingual

-άενες, Α
βλ. τετράενος.

Greek Monotonic

τετραένης: -ες (ἔνος), αυτός που αποτελείται από τέσσερα έτη, που έχει ηλικία τεσσάρων ετών, Λατ. quadrimus, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

τετρα-ένης, ες ἔνος
of four years, four years old, Lat. quadrimus, Theocr.