τετρατομικός
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
χημ. αυτός του οποίου το μόριο αποτελείται από τέσσερα άτομα, αλλ. τετρασθενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetratomic < τετρ(α)- + ατομικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αν. Κ. Δαμβέργη].
-ή, -ό, Ν
χημ. αυτός του οποίου το μόριο αποτελείται από τέσσερα άτομα, αλλ. τετρασθενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetratomic < τετρ(α)- + ατομικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αν. Κ. Δαμβέργη].