v. τεύχω.
inf. ao.2 épq. et ion. de τεύχω.
τετῠκεῖν: Επικ. με αναδιπλ. απαρ. αορ. βʹ του τεύχω.
τετῠκεῖν: эп.-ион. inf. aor. 2 к τεύχω.