τευτασμός

English (LSJ)

ὁ, = στραγγεία (hesitation, loitering), Hsch.

German (Pape)

[Seite 1101] ὁ, das lange Verweilen wobei, Beschäftigung womit, Hesych.

Greek Monolingual

ὁ, Α τευτάζω
(κατά τον Ησύχ.) «στραγγεία».