τεχνηέντως

French (Bailly abrégé)

adv.
avec art.
Étymologie: τεχνήεις.

Greek Monolingual

ΝΑ
επίρρ. βλ. τεχνήεις.

Russian (Dvoretsky)

τεχνηέντως: искусно, умело, опытно (πηδαλίῳ ἰθύνεσθαι Hom.).

German (Pape)

(τεχνήεις) kunstmäßig, Od. 5.270; sp.D., wie Qu.Sm. 5.97