adv.avec art.Étymologie: τεχνήεις.
ΝΑεπίρρ. βλ. τεχνήεις.
τεχνηέντως: искусно, умело, опытно (πηδαλίῳ ἰθύνεσθαι Hom.).
(τεχνήεις) kunstmäßig, Od. 5.270; sp.D., wie Qu.Sm. 5.97