τεχνολογικῶς

German (Pape)

[Seite 1104] kunstgemäß abhandelnd, Draco.

Greek (Liddell-Scott)

τεχνολογικῶς: Ἐπίρρ., κατὰ τεχνολογίαν, Δράκων 147.

Greek Monolingual

τεχνολογικῶς ΝΜΑ
βλ. τεχνολογικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεχνολογία, μέσω ενός αμάρτυρου στην Αρχαία επιθ. τεχνολογικός].