τεύκριον

English (LSJ)

τό,
A tree-germander, Teucrium flavum, Dsc.3.97.
II = χαμαίρωψ, ib.98.

German (Pape)

[Seite 1101] τό, ein Kraut, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

τεύκριον: τό, βοτάνη τις, Διοσκ. 3. 111.